- τετραβόλος
- τετρᾰ-βόλος, ἡ,A female animal which has given birth to offspring four times, ὄνοι θήλειαι τ. PSI1.79.10 (iii A.D.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τετραβόλος — ἡ, Α θηλυκό ζώο που γέννησε τέσσερεις φορές («ὄνοι θήλειαι τετραβόλοι», πάπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α) * + βόλος (< βόλος < βάλλω), πρβλ. πρωτο βόλος]. ὁ, Μ είδος πολεμικής βλητικής μηχανής («τριβόλους τε καὶ τετραβόλους καὶ χελώνας»,… … Dictionary of Greek
τετραβόλους — τετραβόλος female animal which has given birth to offspring four times fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τετρ(α)- — ΝΜΑ, και βοιωτ. τ. πετρα και θεσσαλ. τ. πετρο , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο αριθμητικό τέσσερεις (για τη μορφή βλ. λ. τέσσερεις) και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι,… … Dictionary of Greek